αρις

αρις
    I.
    ἀρίς
    -ίδος (ᾰ) ἥ плотницкое сверло Anth.
    II.
    ἄρις
    ἄ-ρῑς
    v. l. ἄ-ρῑν -ῑνος adj. лишенный чутья
    

(κύων Xen.)


Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Смотреть что такое "αρις" в других словарях:

  • ἀρίς — bow drill fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αρίς — Όρμος της χερσονήσου του Σινά, σε απόσταση περίπου 120 χλμ. από το Πορτ Σάιντ. Εκεί βρισκόταν η αρχαία πόλη Ρινοκόλουρα που ονομάστηκε έτσι επειδή πολλοί κάτοικοί της είχαν κομμένες τις μύτες για διάφορα αδικήματα. Το 219 π.Χ. εκεί έγινε η μάχη… …   Dictionary of Greek

  • Ἄρις — Ἄρῑς , Ἄρις fem acc pl (epic doric ionic aeolic) Ἄρις fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Άρις — Sp Ãris Ap Άρις/Aris L P Graikija …   Pasaulio vietovardžiai. Internetinė duomenų bazė

  • Ἄρι — Ἄρις fem voc sg Ἄρῑ , Ἄρις fem dat sg (epic doric ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀρί — ἀρίς bow drill fem voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀρίδα — ἀρίς bow drill fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀρίδας — ἀρίς bow drill fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀρίδες — ἀρίς bow drill fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀρίδι — ἀρίς bow drill fem dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀρίδος — ἀρίς bow drill fem gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»